working losses - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

working losses - translation to ρωσικά

DIFFERENCE BETWEEN A LOWER SELLING PRICE AND A HIGHER PURCHASE PRICE, RESULTING IN A FINANCIAL LOSS FOR THE SELLER
Capital losses

working losses      
производственные потери
working capital         
FINANCIAL METRIC
Operating Capital; Working Capital; Net Working Capital; Working capital deficiency; Net working capital; Operating capital
1) см. current capital
2) текущие активы
working dog         
UTILITY DOG
Working dogs; Fight dog; Working group (dogs); Farm dog; Utility dog; Working Group (dog); Reading for rover; Reading With Rover; Working Dog; Working Group (dogs); Work dog

[wə:kiŋ'dɔg]

общая лексика

упряжная или ездовая собака

пастушья собака

Ορισμός

working capital
Working capital is money which is available for use immediately, rather than money which is invested in land or equipment. (BUSINESS)
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Capital loss

Capital loss is the difference between a lower selling price and a higher purchase price or cost price of an eligible Capital asset, which typically represents a financial loss for the seller. This is distinct from losses from selling goods below cost, which is typically considered loss in business income.

Μετάφραση του &#39working losses&#39 σε Ρωσικά